- εξομοιώνω
- εξομοίωσα, εξομοιώθηκα, εξομοιωμένος, μτφ., κάνω ή θεωρώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξομοιώνω — εξομοιώνω, εξομοίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξομοιώνω — (AM ἐξομοιῶ, όω) καθιστώ κάτι τελείως όμοιο με άλλο μσν. μιμούμαι αρχ. 1. παρομοιάζω, παραβάλλω 2. προσαρμόζω … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… … Dictionary of Greek
αντεκτείνω — ἀντεκτείνω (Α) εκτείνω ή αναπτύσσω κάτι για να το καταστήσω ίσο με κάτι άλλο, εξομοιώνω, εξισώνω … Dictionary of Greek
εΐσκω — ἐΐσκω και ἴσκω (Α) 1. εξομοιώνω 2. θεωρώ όμοιο, παρομοιάζω 3. υποθέτω, νομίζω («ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι») … Dictionary of Greek
εξομοίωση — η (AM ἐξομοίωσις) [εξομοιώνω] το να εξομοιώνεται, να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλο μσν. 1. μίμηση 2. ομοιότητα … Dictionary of Greek
εξομοιάζω — ἐξομοιάζω (AM) εξομοιώνω … Dictionary of Greek
ισοπεδώνω — 1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή 2. μτφ. 1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω 2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω ῶ μαρτυρείται από το 1856… … Dictionary of Greek
καθομοιώ — καθομοιῶ, όω (Α) καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με άλλο, εξομοιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁμοιῶ < ὅμοιος] … Dictionary of Greek